- λαισποδίας
- λαι-σποδίας, ὁ, sehr geil, wollüstig; auch Name eines Atheners, der einen Fehler am Fuße hatte mit Anspielung auf λαιός und πούς
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαισποδίας — λαισποδίας, ὁ (Α) πολύ φιλήδονος, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λαισ (βλ. λα ) + σποδώ «βινώ, βατεύω»] … Dictionary of Greek
Λαισποδίας — Λαισποδίᾱς , Λαισποδίας masc acc pl Λαισποδίᾱς , Λαισποδίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαισποδιῶν — Λαισποδίας masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαισποδίου — Λαισποδίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαισποδίαν — Λαισποδίᾱν , Λαισποδίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)